- δειγματολόγιο
- τοσυλλογή από δείγματα εμπορευμάτων για επίδειξη στους αγοραστές: Αυτή η εταιρεία έχει πολύ μεγάλο χρωματικό δειγματολόγιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δειγματολόγιο — το 1. συλλογή δειγμάτων από εμπορεύματά για επίδειξη στους αγοραστές 2. ακατάστατη παράθεση αταίριαστων αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < δείγμα ( ατος) + λόγιο < λόγος < λέγω «συλλέγω» (πρβλ. ευχολόγιο, λεξιλόγιο)] … Dictionary of Greek
-λόγιο — (AM λόγιον και Μ λόγιν) β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων από το ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «ομιλώ, λέω» (πρβλ. ημερολόγιο, ωρολόγιο, μοιρολόγιο, τιμολόγιο) είτε με τη σημ. τού «συλλέγω, συγκεντρώνω», οπότε και λειτούργησε ως περιληπτική… … Dictionary of Greek
έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… … Dictionary of Greek
ελεφαντόδοντο — Ουσία από την οποία αποτελούνται οι χαυλιόδοντες του ελέφαντα, του ιπποπόταμου, του θαλάσσιου ελέφαντα, του μαμούθ και του μαστόδοντα (απολιθωμένου ελέφαντα), καθώς και ο μακρύς κυνόδοντας των μονόδοντων μονόκερων. Το ε. αποτελείται κατά 60% από… … Dictionary of Greek
κως — Νησί (290,27 τ. χλμ., 30.949 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, Ν της Καλύμνου και της Ψερίμου, στην είσοδο του Κεραμεικού κόλπου (Κερμέ Κορφεζί) της Μικράς Ασίας. Διοικητικά ανήκει στον νομό Δωδεκανήσου. Είναι… … Dictionary of Greek
Λιόν — (Lyon). Πόλη (453.187 κάτ. το 1998) της νοτιοανατολικής Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Ροδανού. Βρίσκεται σε μια λοφώδη περιοχή, στις ανατολικές παρυφές του Κεντρικού Ορεινού Όγκου, στη συμβολή των ποταμών Σον και Ροδανού. Οι δύο αυτοί ποταμοί την … Dictionary of Greek
Μαλάνος, Τίμος — (Κύθηρα 1897 – Λοζάνη, Ελβετία 1984). Κριτικός της λογοτεχνίας. Εγκαταστάθηκε το 1908 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα με ποιήματα. Γνώρισε τον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη και είναι ο πρώτος που έγραψε βιβλίο για τον… … Dictionary of Greek
Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… … Dictionary of Greek
Σαουδική Αραβία — Κράτος στη Μέση Ανατολή. Βρέχεται στα Α και Δ από τον Περσικό Κόλπο και την Ερυθρά Θάλασσα αντίστοιχα και στα Ν από την Αραβική Θάλασσα.H εδαφική επικράτεια της Σαουδικής Aραβίας, που παλιά προσδιοριζόταν πολύ άοριστα ως Zαζιράτ αλ Aράμπ, δηλαδή… … Dictionary of Greek
Τόγκο — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει με τη Μπουρκίνα Φάσοστα βόρεια, με τη Γκάνα στα δυτικά και με το Μπενίν στα ανατολικά.Tο Tόγκο είναι μια στενή λωρίδα που βρίσκεται ανάμεσα στην Γκάνα, στην Mπουρκίνα Φάσο και στο Mπενίν. Στην ακτή έχει… … Dictionary of Greek